φαινομενικά

φαινομενικά
1) pozornie przysł.
2) widocznie przysł.

Ελληνικά-Πολωνικά λεξικό.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • ανθρωπολογία — Επιστήμη που εξετάζει τον άνθρωπο στο σύνολο των σωματικών χαρακτηριστικών του και των εκδηλώσεων της διανοητικότητάς του· όπως την όρισε o Μπιφόν, είναι η φυσική ιστορία του ανθρώπινου γένους. Η α. μελετά τον άνθρωπο –στο παρελθόν και στο παρόν …   Dictionary of Greek

  • κινηματογράφος — Μέσο έκφρασης και παρουσίασης, το οποίο χρησιμοποιεί την τεχνική της αποτύπωσης ακίνητων εικόνων σε φιλμ και της προβολής τους σε οθόνη, μέσω τεχνικών διαδικασιών, οι οποίες δημιουργούν την ψευδαίσθηση της κίνησης. Τα κύριαφαινόμενα που συντελούν …   Dictionary of Greek

  • κρυπτοχριστιανοί — Χριστιανοί που ασπάστηκαν φαινομενικά τον μωαμεθανισμό για να αποφύγουν τους διωγμούς των Οθωμανών κατακτητών, ενώ στην πραγματικότητα διατηρούσαν τη χριστιανική τους πίστη. Οι εξισλαμισμοί στους οποίους προέβαιναν οι Τούρκοι κατακτητές… …   Dictionary of Greek

  • νεφέλωμα — (Αστρον.). Η χρήση του τηλεσκόπιου στην παρατήρηση του ουρανού επέτρεψε στους αστρονόμους να ανακαλύψουν σε πολλά σημεία του ουράνιου θόλου μερικούς ιδιάζοντες διάχυτους σχηματισμούς, με διάφορα σχήματα και διαστάσεις, ελαφρά φωτεινούς και λευκού …   Dictionary of Greek

  • οξύμωρος — η, ο (Α ὀξύμωρος, ον) 1. ο κατά έντονο τρόπο φαινόμενος μωρός, ο φαινομενικά ανόητος, αλλά στην πραγματικότητα ευφυής 2. φρ. «οξύμωρο σχήμα» γραμμ. σχήμα λόγου κατά το οποίο συνάπτονται έννοιες αντιφατικές, που αποκλείουν η μία την άλλη… …   Dictionary of Greek

  • συναρπακτικός — ή, όν, Α [συναρπάζω] ο φαινομενικά ορθός, φαινομενικά λογικός, ευλογοφανής. επίρρ... συναρπακτικῶς ΜΑ με απάτη …   Dictionary of Greek

  • υπαρξισμός — (existentialisme). Σύγχρονο φιλοσοφικό ρεύμα, που παίρνει το όνομά του από την αντίληψη ότι η φιλοσοφία δεν είναι αντικειμενική ή θεωρητική επιστήμη, αδιάφορη για την ύπαρξη του ανθρώπου που τη δημιουργεί, αλλά αντίθετα συνδέεται αδιάσπαστα με… …   Dictionary of Greek

  • φυσική — Επιστήμη που μελετά τη δομή και τις ιδιότητες της ύλης σε όλες τις πολυποίκιλες συνθήκες και μορφές της, καθώς επίσης τους νόμους που ρυθμίζουν την κίνησή της και τις αμοιβαίες μετατροπές. Αν και η μελέτη της φύσης προκάλεσε το ενδιαφέρον των… …   Dictionary of Greek

  • ύπουλος — η, ο / ὕπουλος, ον, ΝΜΑ 1. αυτός που κάτω από την φαινομενική καλωσύνη ή υγεία κρύβει κακό ή κακά (α. «ύπουλη νόσος» β. «οἰδεῑ καὶ ὕπουλός ἐστιν ἡ πόλις», Πλούτ. γ. «κάλλος κακῶν ὕπουλον», Σοφ.) 2. (για πρόσ.) κρυψίνους, δόλιος, υποκριτικός (α.… …   Dictionary of Greek

  • Αργεντινή — Κράτος της Νότιας Αμερικής.Συνορεύει ΒΑ με την Ουρουγουάη και τη Βραζιλία, Β με την Παραγουάη, ΒΔ με τη Βολιβία, Δ και ΝΔ με τη Χιλή, ενώ μια χιλιανή στενή λωρίδα γης τη χωρίζει από το έδαφος της Γης του Πυρός. Ανατολικά βρέχεται από τον… …   Dictionary of Greek

  • Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής — Επίσημη ονομασία: Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής Συντομευμένη ονομασία: ΗΠΑ (USA) Έκταση: 9.629.091 τ. χλμ Πληθυσμός: 278.058.881 κάτ. (2001) Πρωτεύουσα: Ουάσινγκτον (6.068.996 κάτ. το 2002)Κράτος της Βόρειας Αμερικής. Συνορεύει στα Β με τον… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”